- έμπουσα
- Μυθολογικός δαίμονας, φάντασμα ή φάσμα. Παρουσιαζόταν με τη μορφή της αγελάδας, του γαϊδάρου, του πουλιού, της ωραίας γυναίκας, της πέτρας, του δέντρου, του σκύλου κλπ. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, είχε μόνο ένα πόδι, ενώ το πρόσωπό της έλαμπε σαν πύρινο. Άλλη παράδοση την ήθελε με δύο πόδια, από τα οποία το ένα ήταν χάλκινο και το άλλο πόδι γαϊδάρου. Οι γραμματικοί την ταυτίζουν με τη Γελλώ ή τη Μορμώ και άλλοι την εμφανίζουν μαζί με τον Πρωτέα, ο οποίος έπαιρνε επίσης πολλές μορφές.
* * *η (Α ἔμπουσα)νεοελλ.1. μύκητας που ζει παρασιτικά στο σώμα τών εντόμων (πολύ συνηθισμένη είναι η έμπουσα τής μύγας)2. γένος εντόμων δικτυοπτέρων τής οικογένειας τών εμπουσιδώναρχ.1. δαιμονικό φάντασμα που έστελνε η Εκάτη, το οποίο άλλαζε γρήγορα μορφές2. η ίδια η Εκάτη.
Dictionary of Greek. 2013.